κολπώματα

κολπώματα
κόλπωμα
bellying
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοιλιά — Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν …   Dictionary of Greek

  • σακουλιάζω — Ν [σακούλα] 1. (μτβ.) τοποθετώ κάτι μέσα σε σάκο ή σε σακούλα, σακιάζω 2. (αμτβ.) (για ένδυμα ή δέρμα) έχω ελαττωματική εφαρμογή, σχηματίζω κολπώματα, ζάρες …   Dictionary of Greek

  • Ροζενμύλερ, Γιόχαν — (Rosenmuller, 1771 – 1820). Γερμανός ανατόμος και χειρουργός. Οι ανατομικές του έρευνες και διαπιστώσεις προώθησαν σημαντικά την επιστήμη της χειρουργικής και της ανατομίας. Επισήμανε δυο βαθιά κολπώματα στην πίσω μοίρα του πλαγίου τοιχώματος του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”